- προσανάχωμα
- το, Νανάχωμα ή κτιστός τοίχος κατά μήκος τής όχθης ποταμού για την αναχαίτιση τής ορμής τού ρεύματος και την αποτροπή επαπειλούμενων κινδύνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ανάχωμα. Η λ., στον πληθ. τα προσαναχώματα, μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα].
Dictionary of Greek. 2013.